- πότος
- Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου.
* * *ο, ΝΑ1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, πότοις», ΚΔ)νεοελλ.το να πίνει κανείς, η πόση, το πιοτίαρχ.φρ. «παρὰ πότον» ή «ἐν τῷ πότῳ» — κατά τη διάρκεια τής οινοποσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτός, με αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.